Διάβασα το παρακάτω σχόλιο στην ηλεκτρονική έκδοση της Ναυτεμπορικής σε άρθρο-ερώτηση με θέμα
"Μνημόνιο: Λάθος συνταγή ή λάθος εκτέλεση;" και βυθίστηκα για λίγο στις σκέψεις μου...
"εργάζομαι 18 χρόνια σε έναν κλάδο.θεωρούμε πολύ καλός επαγγελματίας η αγορά με κοστολογει 1800-2000 euro, αλλά εγώ μετλα την μείωση που έφαγα παίρνω 1000 (-400 το μήνα).Δεν έχω πενθήμερο αλλά και σάββατο μέσα.Δεν έχω 9ώρο (φυσικά ΠΟΤΕ δεν έπαιρνα υπερωρία αυτήν την επιπλέων ώρα) αλλά δεωδεκάωρα.Σε επίπλεων μείωση, πολύ απλά δε θέλω να εργάζομαι.Θα πάω να πέσω πάνω σε ένα φορτηγό να μείνω ανάπηρος και να παίρνω σύνταξη. Αρνούμε να εργάζομαι για λιγότερα.ΤΕΛΟΣ"
Κάτι παρόμοιο συνέβη και σε μένα με λίγο σκληρότερους όρους και με τη
διαφορά ότι δεν σκέφτηκα να πέσω σε κανένα φορτηγό για να πάρω σύνταξη. Εγώ, λοιπόν,
εργαζόμουν οχτώ χρόνια σε κάποιον κλάδο έχοντας απόλυτη εξειδίκευση και
μάλιστα όχι μόνο στον συγκεκριμένο τομέα αλλά και σε συγκεκριμένη μάρκα.
Η εξειδίκευση, κατά τη γνώμη μου, είναι το απόλυτο ζητούμενο που πρέπει
να αξιώνει ένας εργοδότης από έναν υπάλληλο και παντού στην δυτική
Ευρώπη αλλά και την Αμερική θεωρείται απαραίτητη αλλά και πληρώνεται με
υψηλούς μισθούς. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, ένας μηχανικός
αυτοκινήτων να γνωρίζει εξίσου καλά για όλα τα αυτοκίνητα και τα
φορτηγά. Πρέπει να εξειδικευτεί όχι μόνο σε ένα κλάδο αλλά και σε
συγκεκριμένη μάρκα αυτοκινήτων για να γίνει άριστος στη δουλειά του.
Έχοντας, λοιπόν, απόλυτη επίγνωση του τι γνωρίζω και πόσο καλά το
γνωρίζω κοστολογώ την παροχή των υπηρεσιών μου (το πόσο πουλάω την
εργασία μου) με 1400€. Υπερβολικό ή μη για κάποιους δεν με ενδιαφέρει
εγώ αυτό πιστεύω. Όταν συναντήθηκα με τον τελευταίο εργοδότη για να
συζητήσουμε για δουλειά του είπα πόσο θέλω και μου απάντησε ότι οι
καιροί είναι δύσκολοι και ότι μπορούσε να μου δώσει 1000€ (με την
ασφάλιση) με προοπτική αν η οικονομία ανακάμψει να μου κάνει αύξηση.
Φυσικά δεν περίμενα σε καμιά περίπτωση σε μια γρήγορη ανάκαμψη της
οικονομίας.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν από τις πρώτες
μέρες που ξεκίνησα την εργασία μου με την εταιρία. Οι υπερωρίες άρχισαν
να βαρούν κόκκινο. Και δε μιλάμε για μια ή δυο ώρες αλλά για τρεις και
τέσσερις και πολλές φορές πέντε και έξι την ημέρα και φυσικά απλήρωτες.
Το Σάββατο αμέσως μπήκε στο πρόγραμμα ενσωματωμένο, βέβαια, στο
συμφωνημένο μισθό των 1000€. Για τέσσερις μήνες δε μου έγινε πρόσληψη
και μόνο όταν
απείλησα ότι θα φύγω μου έδωσαν να υπογράψω τη σύμβαση
εργασίας η οποία ήταν κατά 200€ μειωμένη σε σχέση με τα πραγματικά
χρήματα που έπαιρνα. Η τραγωδία, όμως, δεν σταμάτησε εδώ. Δεν
πληρώθηκα
ποτέ τα δώρα των Χριστουγέννων και του Πάσχα αλλά ούτε και το επίδομα
αδείας. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν πείρα ούτε μία μέρα άδεια εκτός από 2-3
μέρες που έπεσαν σε γιορτές. Και
σα να μην έφταναν όλα αυτά από την
ημέρα της πρόσληψης και έπειτα ούτε μια φορά δεν πήρα ολόκληρο το μισθό
μου. Για την ακρίβεια, κατά μέσο όρο έπαιρνα κάθε μήνα περίπου 800€
δηλαδή 200 λιγότερα και -τυχαίο;- όσα έλεγε η μειωμένη σύμβαση που
αναγκάστηκα να υπογράψω. Και όλα αυτά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, χωρίς
καμιά συζήτηση, την στιγμή, μάλιστα, που ο εργοδότης σκορπούσε τα
χρήματά του δεξιά και αριστερά τελείως άσκοπα και μπροστά στα μάτια μας.
Την ίδια τακτική και με πρόσχημα την κρίση ακολουθούσε και με τους
άλλους δυο υπαλλήλους του.
Εγώ, δεν μπορώ να
ενδώσω σε
αυτή την τακτική. Δεν είναι δυνατόν να
δεχτώ ότι το μεγαλύτερο μέρος του
βάρους της ύφεσης θα πέσει στα κεφάλια των ιδιωτικών υπαλλήλων
προκειμένου κάποιοι επιχειρηματίες να σώσουν τις επιχειρήσεις τους
συνεχίζοντας να κερδίζουν και κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, συνδικαλιστές
κλπ να σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και τις μειώσεις του. Δεν μπορώ να
δεχτώ ότι χάρη στην ανικανότητα της κυβέρνησης
πασοκ κανένα μέτρο δεν
πάρθηκε για την ανάκαμψη της οικονομίας εκτός από φόρους, μειώσεις
συντάξεων και μισθών και εξευτελισμό της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι και αρκετοί σωστοί επιχειρηματίες δέχτηκαν
τη σκληρότητα των μέτρων με μόνο γνώμονα ότι θα φέρουν αποτελέσματα.
Κάτι που δεν έχουμε δει μέχρι τώρα. Προσωπικά οι ανοχές και οι αντοχές
μου έχουν φτάσει στα όριά τους. Δεν δέχομαι να γίνω σκλάβος κανενός, ούτε
και να ζω για να δουλεύω και δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο αυτούς τους πολιτικούς. Δουλεύω επειδή μου αρέσει και για να μπορώ να
επιβιώνω εγώ και οι οικογένειά μου. Με βάση αυτή τη λογική, λοιπόν,
αποφάσισα όχι να παρατήσω τη ζωή μου στην τύχη, αλλά να συνεχίσω να
παλεύω κοινωνικά αλλά κάνοντας παράλληλα και στροφή στην εργασία μου
βαδίζοντας πλέον στον αγροτικό τομέα και συγκεκριμένα στη μελισσοκομία. Δε θα με διώξει κανένας από τη χώρα μου, να φύγουν αυτοί που την έφεραν σε αυτή την κατάσταση, που συνεχίζουν νατην συντηρούν και που δεν λένε να αλλάξουν μυαλά.